- εκσπενδω
- ἐκσπένδωἐκ-σπένδωсовершать возлияние Eur.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκσπένδω — ἐκσπένδω (Α) χύνω υγρό ως σπονδή στους θεούς, κάνω σπονδή («οἶνον ἐξέσπενδε κοτύλῳ» έκανε σπονδή χύνοντας κρασί από ένα αγγείο, Ευριπ.) … Dictionary of Greek
ἐκσπένδειν — ἐκσπένδω pour out as a libation pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξέσπενδε — ἐκσπένδω pour out as a libation imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)